- φιλανθρώπευμα
- φιλ-ανθρώπευμα, τό, menschenfreundliche Handlung, Behandlung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλανθρώπευμα — humane act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρώπευμα — εύματος, τὸ, ΜΑ [φιλανθρωπεύομαι] φιλανθρωπινή πράξη, φιλανθρωπία («σεισάχθειαν ὀνομάσαι τὸ φιλανθρώπευμα τοῡτο», Πλούτ.) αρχ. πράξη φιλοφροσύνης και αβρότητας … Dictionary of Greek
φιλανθρωπευμάτων — φιλανθρώπευμα humane act neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύμασι — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύμασιν — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύματα — φιλανθρώπευμα humane act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανθρωπεύματος — φιλανθρώπευμα humane act neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)